Δευτέρα 31 Μαΐου 2010

Φραντς Κάφκα, Αφορισμοί

¨Ένα κλουβί βγήκε εις αναζήτησιν πουλιού."
Φραντς Κάφκα, Αφορισμοί

Ο Arthur Rimbaud στον Paul Verlaine

Ο Arthur Rimbaud στον Paul Verlaine
(απάντηση)


Γύρισε, γύρισε, ακριβέ φίλε, μοναδικέ φίλε, γύρισε. Στ' ορκίζομαι πως θα είμαι καλός. Αν υπήρξα γκρινιάρης μαζί σου δεν ήταν παρά ένα πεισματάρικο αστείο και μετανιώνω όσο δεν μπορείς να φανταστείς. Γύρισε, θα ξεχαστούν όλα γρήγορα. Τι δυστυχία να πιστέψεις σ' αυτό το αστείο. Δεν σταμάτησα να κλαίω εδώ και δυο μέρες. Γύρισε. Θάρρος, ακριβέ μου φίλε. Τίποτα δεν χάθηκε. Δεν έχεις παρά να ξανακάνεις το ταξίδι. Θα ξαναφτιάξουμε τη ζωή μας εδώ με θάρρος και υπομονή. Αχ! Σε ικετεύω. Είναι για το καλό σου άλλωστε. Γύρισε, θα ξαναβρείς εδώ όλα σου τα πράγματα. Ελπίζω να καταλαβαίνεις τώρα πως δεν υπήρχε τίποτα αληθινό στη συζήτησή μας. Ω, η φρικτή στιγμή! μα κι εσύ, σαν σου ‘κανα νόημα να κατεβείς απ΄το πλοίο, γιατί δεν ερχόσουνα; Zήσαμε δυο χρόνια μαζί για να φτάσουμε ως εδώ; Tι θα κάνεις; Αν δεν θέλεις να γυρίσεις, θέλεις μήπως να ‘ρθω να σε βρω εκεί όπου βρίσκεσαι;
Nαι, το λάθος ήτανε δικό μου.
Ε, δεν θα με ξεχάσεις, έτσι;
Όχι δεν μπορείς να με ξεχάσεις.
Εγώ, σ’ έχω πάντα εδώ.
Έλα, απάντησε στο φίλο σου, μήπως δεν πρέπει πια να ζούμε μαζί;
Θάρρος, απάντησέ μου γρήγορα.
Δεν μπορώ να μείνω άλλο εδώ πέρα.
Ν’ ακούσεις μοναχά αυτό που σου λέει η καρδιά σου.
Γρήγορα λέγε αν πρέπει νάρθω να σε βρω.

Δικός σου για όλη τη ζωή.
Ρεμπώ

Απάντησε γρήγορα, δεν μπορώ να μείνω εδώ αργότερα απ' τη Δευτέρα το βράδυ. Είμαι πάλι απένταρος, αυτό το γράμμα δεν μπορώ να το ταχυδρομήσω. Εμπιστεύτηκα στο Vermersch τα βιβλία και τα χειρόγραφά σου.
Αν είναι να μη σε ξαναδώ πια θα καταταγώ εθελοντής στο ναυτικό ή στο στρατό.
Ω γύρισε, κλαίω όλες τις ώρες. Πες να σε ξαναβρώ, και θαρθώ, πες μου το, τηλεγράφησέ μου. - Πρέπει να φύγω Δευτέρα βράδυ, πού πας, τι σκοπεύεις να κάνεις;
Λονδίνο, 4 Ιουλίου 1873 

Ο Πωλ Βερλαίν στον Άρθουρ Ρεμπώ

Ο Πωλ Βερλαίν στον Άρθουρ Ρεμπώ


Φίλε μου,

Δεν ξέρω αν θα βρίσκεσαι ακόμη στο Λονδίνο σαν σε φτάσει αυτό το γράμμα. Οφείλω εντούτοις να σου πω πως πρέπει στο βάθος να καταλάβεις, επιτέλους, πως έπρεπε οπωσδήποτε να φύγω, πως δεν μπορούσα ν' αντέξω άλλο τις ιδιοτροπίες σου και όλην αυτή την βίαιη ζωή, γεμάτη σκηνές χωρίς λόγο.

Μόνο, μια και σ' αγαπούσα αφάνταστα (και ντροπή σ' όποιον βάζει κακό στο μυαλό του), οφείλω ακόμη να σε διαβεβαιώσω πως αν σε τρεις μέρες από τώρα, δεν τα ξαναφτιάξω με τη γυναίκα μου, και μέσα σε συνθήκες τέλειες, θα τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα. 3 μέρες σε ξενοδοχείο κι ένα ρεβόλβερ στοιχίζουν' να ο λόγος για την τοτινή "τσιγκουνιά" μου. Πρέπει να με συγχωρέσεις. - Εάν, και καταπώς φαίνεται είναι πολύ πιθανό, πρέπει να κάνω αυτή την τελευταία μαλακία, θα την κάνω τουλάχιστο  σαν ένας γενναίος μαλάκας. Η τελευταία σκέψη μου, φίλε μου, θα είναι για σένα, για σένα που με φώναζες απ' την προκυμαία και που όμως δεν ήθελα να ξαναδώ γιατί έπρεπε να πεθάνω, - ΤΕΛΟΣΠΑΝΤΩΝ!

Θέλεις μήπως να σε φιλήσω πεθαίνοντας;

O φτωχός σου
Πωλ Βερλαίν 
3 Ιουλίου 1873


Christophe - Oh mon amour



Elle a des yeux qui voient la mer
A travers la pluie qui descend
Elle fait des rves o elle se perd
Entre les grands nuages blancs
Elle ne sait plus le jour ni l'heure
Elle a des larmes au fond du cur
Qui lui font peur

Oh ! mon amour coute-moi
Dj la vie t'attends l-bas
Non n'ai pas peur il faut me croire
La vie est belle mme sans mmoire
Tu sais je te raconterai
Avec le temps tu comprendras
Elle n'entend pas ce que je dis
Et sa main dans ma main s'endort
Je voudrais tre ce pays
O elle s'en va chercher encore
Dans le miroir de son pass
Ce rve qui s'tait bris
Un soir d't

Oh ! mon amour coute-moi
Un autre monde t'attend l-bas
Non n'ai pas peur il faut me croire
La vie est belle et notre histoire
Peut continuer quand tu voudras
Et tout sera comme autrefois

Oh ! mon amour ouvre ton cur
Tu m'entendras
Pardonne le mal que je t'ai fait
Je ne te quitterai plus jamais
Oui mais demain dans mes cheveux
Je vois des soleils dans tes yeux

Oh ! mon amour
Une autre vie t'attend l-bas
Je t'aime tant il faut me croire
Le monde est beau et notre histoire
Peut continuer quand tu voudras
Et tout sera.


Ένα υπέροχο κομμάτι για σένα.
Για σένα που δεν ξέρεις.

Marie Laforet - Viens, Viens


Viens, viens, c'est une prière
Viens, viens, pas pour moi mon père
Viens, viens, reviens pour ma mère
Viens, viens, elle meurt de toi
Viens, viens, que tout recommence
Viens, viens, sans toi l'existence
Viens, viens, n'est qu'un long silence
Viens, viens, qui n'en finit pas.

Je sais bien qu'elle est jolie cette fille
Que pour elle tu en oublies ta famille
Je ne suis pas venue te juger
Mais pour te ramener
Il parait que son amour tient ton âme
Crois-tu que ça vaut l'amour de ta femme
Qui a su partager ton destin
Sans te lâcher la main.

Viens, viens, maman en septembre
Viens, viens, a repeint la chambre
Viens, viens, comme avant ensemble
Viens, viens, vous y dormirez
Viens, viens, c'est une prière
Viens, viens, pas pour moi mon père
Viens, viens, reviens pour ma mère
Viens, viens, elle meurt de toi
Sais-tu que Jean est rentré à l'école
Il sait déjà l'alphabet, il est drôle
Quand il fait semblant de fumer
C'est vraiment ton portrait

Viens, viens, c'est une prière
Viens, viens, tu souris mon père
Viens, viens, tu verras ma mère
Viens, viens, est plus belle qu'avant
Qu'avant, qu'avant, qu'avant, qu'avant
Viens, viens, ne dis rien mon père
Viens, viens, embrasse moi mon père
La la la la ...


Τι όμορφο τραγούδι...

Κατερίνα Γώγου


Ένα πρωί θ' ανοίξω την πόρτα  
 και θα βγω στους δρόμους  
 όπως και χτες.  
 Και δεν θα συλλογιέμαι παρά  
 ένα κομμάτι από τον πατέρα  
 κι ένα κομμάτι από τη θάλασσα  
 -αυτά που μ' άφησαν-  
 και την πόλη. Την πόλη που τη σάπισαν.  
 Και τους φίλους μας που χάθηκαν.  
 Ένα πρωί θα ανοίξω την πόρτα  
 ίσα ολόισα στη φωτιά  
 και θα μπω όπως και χτες  
 φωνάζοντας "φασίστες!!"  
 στήνοντας οδοφράγματα και πετώντας πέτρες  
 μ' ένα κόκκινο λάβαρο  
 ψηλά να γυαλίζει στον ήλιο.  
 Θ' ανοίξω την πόρτα  
 και είναι -όχι πως φοβάμαι-  
 μα να, θέλω να σου πω, πως δεν πρόλαβα  
 και πως εσύ πρέπει να μάθεις  
 να μην κατεβαίνεις στο δρόμο  
 χωρίς όπλα όπως εγώ  
 - γιατί εγώ δεν πρόλαβα-  
 γιατί τότε θα χαθείς όπως και εγώ  
 "έτσι"  "αόριστα"  
 σπασμένη σε κομματάκια  
 από θάλασσα, χρόνια παιδικά  
 και κόκκινα λάβαρα.  
 Ένα πρωί θ' ανοίξω την πόρτα  
 και θα χαθώ  
 με τ΄όνειρο της επανάστασης  
 μες την απέραντη μοναξιά  
 των δρόμων που θα καίγονται,  
 μες την απέραντη μοναξιά  
 των χάρτινων οδοφραγμάτων  
 με το χαρακτηρισμό -μην τους πιστέψεις!-  
 Προβοκάτορας. 

Ντίνος Χριστιανόπουλος, Το έγκλημα της μοναξιάς

Ντίνος Χριστιανόπουλος,
Το έγκλημα της μοναξιάς


Κάθε που πέφτει επικίνδυνα το βράδυ,
ξυπνάει η φωνή σου μέσα μου και με ρημάζει·
κι όταν η νύχτα όλες τις γλυκιές εικόνες διώχνει,
προβάλλει εντός μου η βρώμικη ομορφιά σου
και σβήνει από τα μάτια τη λάμψη του Θεού.

Και τότε δίνομαι στο έγκλημα της μοναξιάς,
που χρόνια τώρα μέσα μου το ετοιμάζω,
και πια δεν έχει ουράνιο φεγγοβόλημα,
δεν έχει πια παιδικές χορωδίες,
μονάχα μια προσπάθεια για σπασμούς,
νυχτερινά χαρτονομίσματα τσαλακωμένα. 

Νίκος Καζαντζάκης (Απόσπασμα από ΑΣΚΗΤΙΚΗ)

Νίκος Καζαντζάκης (Απόσπασμα από ΑΣΚΗΤΙΚΗ)
Β' Η ΡΑΤΣΑ

Η Κραυγή δεν είναι δική σου. Δε μιλάς εσύ, μιλούν αρίφνητοι πρόγονοι με το στόμα σου. Δεν πεθυμάς εσύ. Πεθυμούν αρίφνητες γενεές απόγονοι με την καρδιά σου.
Οι νεκροί σου δεν κείτουνται στο χώμα. Γενήκαν πουλιά, δέντρα, αγέρας. Κάθεσαι στον ίσκιο τους, θρέφεσαι με τη σάρκα τους, αναπνές το χνότο τους. Γενήκαν ιδέες και πάθη, κι ορίζουν τη βουλή σου και την πράξη.
Οι μελλούμενες γενεές δε σαλεύουν μέσα στον αβέβαιο καιρό, μακριά από σένα. Ζουν, ενεργούν και θέλουν, μέσα στα νεφρά και στην καρδιά σου.
Το πρώτο σου χρέος, πλαταίνοντας το εγώ σου είναι, στην αστραπόχρονη τούτη στιγμή που περπατάς στη γης, να μπορέσεις να ζήσεις την απέραντη πορεία, την ορατή και την αόρατη, του εαυτού σου.
Δεν είσαι ένας. Είσαι ένα σώμα στρατού. Μια στιγμή κάτω από τον ήλιο φωτίζεται ένα από τα πρόσωπά σου. Κι ευτύς σβήνει κι ανάβει άλλο, νεώτερό σου, ξοπίσω σου.
Η ράτσα σου είναι το μεγάλο σώμα, το περασμένο, το τωρινό και το μελλούμενο. Εσύ είσαι μια λιγόστιγμη έκφραση, αυτή είναι το πρόσωπο. Εσύ είσαι ο ίσκιος, αυτή το κρέας.
Δεν είσαι λεύτερος. Αόρατα μυριάδες χέρια κρατούν τα χέρια σου και τα σαλεύουν. Όταν θυμώνεις, ένας πρόπαππος αφρίζει στο στόμα σου. Όταν αγαπάς ένας πρόγονος σπηλιώτης μουγκαλιέται. Όταν κοιμάσαι, ανοίγουν οι τάφοι μέσα στη μνήμη και γιομώνει βουρκόλακες η κεφαλή σου.
Ένας λάκκος αίμα είναι η κεφαλή σου, και μαζώνονται κοπάδια κοπάδια οι γίσκιοι των πεθαμένων και σε πίνουν να ζωντανέψουν. 


«Μην πεθάνεις, για να μην πεθάνουμε!» φωνάζουν μέσα σου οι νεκροί. «Δεν προφτάσαμε να χαρούμε τις γυναίκες που πεθυμήσαμε. Πρόφρασε εσύ, κοιμήσου μαζί τους! Δεν προφτάσαμε να κάμουμε έργα τις ιδέες μας. Κάμε τις έργα εσύ! Δεν προφτάσαμε να συλλάβουμε και να στερεώσουμε το πρόσωπο της ελπίδας μας. Στερέωσέ το εσύ!
Τέλεψε το έργο μας! Τέλεψε το έργο μας! Μέρα νύχτα μπαινοβγαίνουμε στο κορμί σου και φωνάζουμε. Όχι, δε φύγαμε, δεν ξεκορμίσαμε από σένα, δεν κατεβήκαμε στη γης. Μέσα από τα σωθικά σου ξακλουθούμε τον αγώνα. Λύτρωσέ μας!»

Δε φτάνει ν' ακούς μέσα σου τη βουή των προγόνων. Δε φτάνει να τους νιώθεις να παλεύουν μπροστά από το κατώφλι του νου σου. Όλοι χύνουνται να πιαστούν από το ζεστό μυαλό σου, ν' ανέβουν πάλι στο φως της μέρας.

Μα εσύ να ξεδιαλέγεις. Ποιος πρόγονος να γκρεμιστεί πίσω στα τάρταρα του αιμάτου σου και ποιος ν' ανηφορίσει πάλι στο φως και στο χώμα.

Μην τους λυπάσαι! Κάθου άγρυπνος στην καταβόθρα της καρδιάς σου και ξεδιάλεγε. Τούτος ο ίσκιος, να λες, είναι ταπεινός, σκοτεινός, σα ζώο. Να φύγει! Τούτος είναι σιωπηλός και φλεγόμενος, πιο ζωντανός από μένα. Ας πιει το αίμα μου όλο!

Φώτισε το σκοτεινό αίμα των προγόνων, σύνταξε τις κραυγές τους σε λόγο, καθάρισε τη βούλησή τους, πλάτυνε το στενό τους ανήλεο μέτωπο. Αυτό είναι το δεύτερό σου χρέος.

Γιατί δεν είσαι μονάχα σκλάβος. Ευτύς ως γεννήθηκες, μια νέα πιθανότητα γεννήθηκε μαζί σου, ένας λεύτερος σκιρτημός τρυκυμίζει τη μεγάλη ζοφερή καρδιά του σογιού σου.

Φέρνεις, θες δε θες, ένα νέο ρυθμό. Μια νέα επιθυμία, μια νέα ιδέα, μια θλίψη καινούργια. Θες δε θες, πλουτίζεις το πατρικό σου το σώμα.

Κατά πού θα κινήσεις; Πώς θ' αντικρίσεις τη ζωή και το θάνατο, την αρετή και το φόβο; Όλη η γενεά καταφεύγει στο στήθος σου και ρωτάει και προσδοκάει με αγωνία.

Έχεις ευθύνη. Δεν κυβερνάς πια μονάχα τη μικρή ασήμαντη ύπαρξή σου. Είσαι μια ζαριά όπου για μια στιγμή παίζεται η μοίρα του σογιού σου.

Κάθε σου πράξη αντιχτυπάει σε χιλιάδες μοίρες. Ως περπατάς, ανοίγεις, δημιουργάς την κοίτη όπου θα μπει και θα οδέψει ο ποταμός των απόγονων.

Όταν φοβάσαι, ο φόβος διακλαδώνεται σε αναρίθμητες γενεές και εξευτελίζεις αναρίθμητες ψυχές μπροστά και πίσω σου.

Όταν υψώνεσαι σε μια γενναία πράξη, η ράτσα σου αλάκερη υψώνεται και αντρειεύει.

«Δεν είμαι ένας! Δεν είμαι ένας!» Τ΄ όραμα τούτο κάθε στιγμή να σε καίει.

Δεν είσαι ένα άθλιο λιγόστιγμο κορμί. Πίσω από την πήλινη ρεούμενη μάσκα σου ένα πρόσωπο χιλιοχρονίτικο ενεδρεύει. Τα πάθη σου και οι ιδέες σου είναι πιο παλιά από την καρδιά κι από το μυαλό σου.

Το σώμα σου το αόρατο είναι οι πεθαμένοι πρόγονοι κι οι απόγονοι οι αγέννητοι. Το σώμα σου τ' ορατό είναι οι άντρες, οι γυναίκες και τα παιδιά που ζουν της εδικής σου ράτσας.

Μονάχα εκείνος λυτρώθηκε από την κόλαση του εγώ του, που νιώθει να πεινάει όταν ένα παιδί της ράτσας του δεν έχει να φάει, και να σκιρτάει πασίχαρος όταν ένας άντρας και μια γυναίκα του σογιού του φιλιούνται.

Όλα τούτα είναι μέλη του μεγάλου ορατού κορμιού σου. Πονάς και χαίρεσαι σκορπισμένος ως τα πέρατα της Γης μέσα σε χιλιάδες ομοαίματα κορμιά.

Όπως μάχεσαι για το μικρό σου το σώμα, πολέμα και για το μεγάλο. Πολέμα όλα τούτα τα κορμιά σου να γίνουνε δυνατά, λιτά, πρόθυμα. Να φωτιστεί ο νους τους, να χτυπάει η καρδιά τους φλεγόμενη, γενναία, ανήσυχη.

Πώς μπορείς να 'σαι δυνατός, φωτεινός, γενναίος, αν οι αρετές τούτες δεν τρικυμίζουν αλάκερο το μεγάλο σου το σώμα; Πώς μπορείς να σωθείς, αν δε σωθεί αλάκερό σου το αίμα; Ένας από τη ράτσα σου να χαθεί, σε συντραβάει στο χαμό του. Ένα μέλος του κορμιού και του νου σου σαπίζει.

Να ζεις βαθιά, όχι σαν ιδέα, παρά ως σάρκα κι αίμα, την ταυτότητα τούτη.

Είσαι ένα φύλλο στο μέγα δέντρο της ράτσας. Να νιώθεις το χώμα ν' ανεβαίνει από τις σκοτεινές ρίζες και ν' απλοκαμιέται στα κλαριά και στα φύλλα.

Ποιος είναι ο σκοπός σου; Να μάχεσαι να πιαστείς στέρεα από το κλαρί, κι είτε σα φύλλο, είτε σαν άνθος, είτε σαν καρπός, να σαλεύει μέσα σου, ν' ανανεώνεται και ν' αναπνέει αλάκερο το δέντρο.

Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει.

Αγωνία μέσα σου. Κάποιος παλεύει να φύγει, να ξεσκιστεί από τη σάρκα σου, να γλιτώσει από σένα. Ένας σπόρος στα νεφρά σου, ένας σπόρος στο μυαλό σου δεν θέλει πια να 'ναι μαζί σου, δε χωράει πια στο σπλάχνο σου, μάχεται για ελευτερία.

«Πατέρα, δε χωρώ στην καρδιά σου, θέλω να τη συντρίψω, να περάσω! Πατέα, μισώ το σώμα σου, ντρέπουμαι που είμαι κολλημένος μαζί σου, θα φύγω!
Κατάντησες άλογο οκνό, τα πόδια σου πια δεν μπορούν ν' ακλουθούν το ρυθμό της καρδιάς μου. Βιάζουμαι. Θα πεζέψω, θα καβαλήσω άλλο κορμί και θα σε αφήσω στο δρόμο!»

Και συ, ο πατέρας, χαίρεσαι γρικώντας την καταφρονετικιά φωνή του παιδιού σου. «Όλα, όλα για το γιο μου!» φωνάζεις. «Εγώ δεν είμαι τίποτα. Εγώ είμαι ο πίθηκος, αυτός ο άνθρωπος. Εγώ είμαι ο άνθρωπος, αυτός ο γιος του ανθρώπου!»

Μια δύναμη μέσα σου, ανώτερή σου, διαπερνάει συντρίβοντας το κορμί σου και το νου σου και φωνάζει: «Παίξε το τωρινό και το σίγουρο, παίξε το για το μελλούμενο κι αβέβαιο!
Μην κρατάς τίποτα για υστερνή. Μου αρέσει ο κίντυνος. Μπορεί να χαθούμε, μπορεί να σωθούμε. Μη ρωτάς! Απίθωνε κάθε στιγμή στα χέρια του κίντυνου τον κόσμον όλο! Εγώ, ο σπόρος του αγέννητου, τρώγω τα σωθικά της ράτσας σου και φωνάζω!» 

Μαρία Πολυδούρη - Δε θα ξανάρθεις πια

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ
ΔΕ ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΕΙΣ ΠΙΑ


Δε θα ξανάρθεις πια να μου χαρίσεις,
απ' την ωραία ζωή που σε φλογίζει,
κάτι, ένα της λουλούδι; Σου γεμίζει
με τόσα την καρδιά και το κορμί.

Δε θα 'ρθεις πια τα χέρια μου να σμίξεις,
τα παγωμένα, τα εχθρικά μου χέρια;
Πλάι στα δικά σου, μερωμένα ταίρια,
δεν τα ζυγώνει πλέον η αφορμή.

Δε θα 'ρθεις... Πώς αργά περνούν οι μέρες.
Κι όσο συ φεύγεις, τόσο με σιμώνει
η γνώριμή μου μοίρα. Τόσο μόνη,
τ ό σ ο ν  κ α ι ρ ό με τον κ ρ υ φ ό  κ α η μ ό.

Δεν σου περνάει, αλήθεια, από τη σκέψη
ότι μπορεί, σε μια στιγμή θλιμμένη,
στη μοίρα αυτή, που πάντα με προσμένει,
να πάω ξανά και δίχως γυρισμό;

Έφυγες νωρίς


Έφυγες νωρίς, ούτε που πρόλαβα ν' αρχίσω
Έφυγες νωρίς, μα είχα κι άλλα να σου πω
Λόγια μυστικά, την άλλη όψη σου ν' αγγίξω
Λόγια μαγικά από έναν κόσμο μου κρυφό

Έφυγες νωρίς, κομματιασμένες υποσχέσεις
Έφυγες νωρίς, χειρονομίες βιαστικές
Έκλεισες σιγά την πόρτα μήπως με πονέσεις
Βρήκες τελικά δυο-τρεις κουβέντες τυπικές

Ποιος φωνάζει, ποιος πληγώνει τη σιωπή;
Τι να θέλει να μου πει;

Έφυγες νωρίς και όλα μείνανε στη μέση
Ό,τι και να πω, ακροβασία στο κενό
Τόση μοναξιά σε ποιο αστείο να χωρέσει
Τίποτα δε ζω που να μη φαίνεται φτηνό


 Για σένα.

Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

After Dark - Tito & Tarantula


Watching her
Strolling in the night
So white
Wondering why
It's only After Dark

In her eyes
A distant fire light
burns bright
Wondering why
It's only After Dark

I find myself in her room
Feel the fever of my doom
Falling falling
Through the floor
I'm knocking on the Devil's door

In the Dawn
I wake up to find
her gone
And a note says
Only After Dark

Burning burning
in the flame
Now I know her
secret name
You can tear her temple down
But she'll be back
and rule again

In my heart
A deep and dark
and lonely part
Wants her and
waits for After Dark